νοητάρχης — νοητάρχης, ὁ (Α) αυτός που κυβερνά τον κόσμο τής νόησης, ο αρχηγός τού νοητού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοητός + άρχης*) < ἄρχω)] … Dictionary of Greek
νοητάρχης — ruler of the world of Intelligence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)